ευδιαίρετος

ευδιαίρετος
-η, -ο (ΑΜ εὐδιαίρετος, -ον)
αυτός που διαιρείται, που χωρίζεται εύκολα σε τεμάχια
αρχ.
αυτός που καταστρέφεται εύκολα («πρὸς τὸ μὴ εὐδιαίρετον εἶναι τὸ σῶμα αὐτῶν», Αριστοτ.).
επίρρ...
εὐδιαιρέτως (ΑΜ)
1. με ευχέρεια
2. με καλό τεμαχισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιρετός (< διαιρώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐδιαίρετος — easy to divide masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαιρετώτερον — εὐδιαίρετος easy to divide masc acc comp sg εὐδιαίρετος easy to divide neut nom/voc/acc comp sg εὐδιαίρετος easy to divide adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαιρέτως — εὐδιαίρετος easy to divide adverbial εὐδιαίρετος easy to divide masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαίρετον — εὐδιαίρετος easy to divide masc/fem acc sg εὐδιαίρετος easy to divide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαιρετώτερος — εὐδιαίρετος easy to divide masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαιρέτου — εὐδιαίρετος easy to divide masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαιρέτους — εὐδιαίρετος easy to divide masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαιρέτων — εὐδιαίρετος easy to divide masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιαίρετα — εὐδιαίρετος easy to divide neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”