- ευδιαίρετος
- -η, -ο (ΑΜ εὐδιαίρετος, -ον)αυτός που διαιρείται, που χωρίζεται εύκολα σε τεμάχιααρχ.αυτός που καταστρέφεται εύκολα («πρὸς τὸ μὴ εὐδιαίρετον εἶναι τὸ σῶμα αὐτῶν», Αριστοτ.).επίρρ...εὐδιαιρέτως (ΑΜ)1. με ευχέρεια2. με καλό τεμαχισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαιρετός (< διαιρώ)].
Dictionary of Greek. 2013.